juridical - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

juridical - translation to ρωσικά


juridical         

[dʒu(ə)'ridik-{dʒu(ə)'ridik}(ə)l]

общая лексика

юридический

прилагательное

общая лексика

юридический

законный

правовой

судебный

juridical         
juridical adj. юридический; законный; судебный - juridical days
juridic         
  • [[Philosopher]]s of law ask "what is law, and what should it be?"
  • [[Aristotle]], by [[Francesco Hayez]]
  • Bentham's]] utilitarian theories remained dominant in law until the twentieth century.
  • Mill]] believed law should create happiness.
  • Oliver Wendell Holmes]] was a self-styled legal realist.
  • [[Plato]] (left) and [[Aristotle]] (right), a detail of ''[[The School of Athens]]''
  • [[Thomas Aquinas]] was the most influential Western medieval legal scholar.
THEORETICAL STUDY OF LAW, BY PHILOSOPHERS AND SOCIAL SCIENTISTS
Legal theory; Juris prudentes; Jurispendence; Legal Theory; Legal studies; School of Jurisprudence; Iurisprudentia; Legal Philosophy; Juridic; Philosophy of the law; Legal Studies; Normative jurisprudence; Jurisprudential; Legal theorist; Concept of law; Theory of law; Law (Jurisprudence); Juridical work; Law theory; Jurisprudent; Law studies; History of jurisprudence

[dʒu(ə)'ridik-{dʒu(ə)'ridik}(ə)l]

прилагательное

общая лексика

юридический

законный

правовой

судебный

Ορισμός

Juridical
·adj Pertaining to a judge or to jurisprudence; acting in the distribution of justice; used in courts of law; according to law; legal; as, juridical law.

Βικιπαίδεια

Juridical
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για juridical
1. Binh also shared Vietnam‘s experiences regarding juridical reform and anti–crime activities with Russian juridical agencies.
2. The justice minister loses his calm, juridical demeanor.
3. The juridical sparkle of former Prosecutor General Vladimir Ustinov is roughly equivalent to Zhasmin‘s vocal gifts.
4. "Abortion and infanticide show the absence of efficient juridical protection for the conceived.
5. "Big companies have good juridical and security departments to protect them from those predators.
Μετάφραση του &#39juridical&#39 σε Ρωσικά